Κάθε φορά που το παιδί μας ξεσπά σε κλάματα έχουμε την τάση εμείς οι ενήλικες να χρησιμοποιούμε κάποια παρηγορητικά λόγια, με σκοπό να το βοηθήσουμε(;). Κάποιες φορές, λέμε φράσεις όπως  «δεν πειράζει», «δεν έγινε και κάτι τρομερό», «θα περάσει», «μωρό είσαι και κάνεις έτσι;», λόγια που ουσιαστικά κάνουν επίκληση στο αριστερό τμήμα του εγκεφάλου του παιδιού, όπου εδρεύει η λογική.

    Το γεγονός αυτό είναι αρκετά οξύμωρο και τελικά αδύνατο να επιτευχθεί καθώς επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι όταν για παράδειγμα ένα παιδί χτυπήσει και αρχίσει να κλαίει, το δεξί ημισφαίριο, όπου εδρεύουν τα συναισθήματα, κατακλύζεται από την κορτιζόλη, την ορμόνη του στρες. Τη χρονική εκείνη στιγμή, δεν μπορεί το παιδί να σκεφτεί με τη λογική, χρησιμοποιώντας το αριστερό του ημισφαίριο,  γι’ αυτό που του συμβαίνει.

  Ένα παιδί, στην αναπτυξιακή φάση που βρίσκεται δεν μπορεί να καταφέρει να  κάνει οριζόντια σύνδεση ανάμεσα στο αριστερό και το δεξί ημισφαίριο, καθώς αυτή είναι μία δεξιότητα που κατακτάται μετέπειτα. Άρα, αυτό που προσπαθεί ένας ενήλικας να κάνει στο παιδί (με σκοπό να το κάνει να νιώσει κλύτερα) δεν μπορεί να συμβεί. Αντιθέτως, όταν ένα παιδί κατακλύζεται από αρνητικά συναισθήματα, χρησιμοποιώντας φράσεις με βάση τη λογική ουσιαστικά μειώνει τη σημαντικότητα της εμπειρίας του παιδιού και δεν αναγνωρίζει τα συναισθήματά του. Το παιδί νιώθει μόνο του και σε απόγνωση, καθώς φράσεις όπως «τα μεγάλα παιδιά δεν κλαίνε» ουσιαστικά δεν του αναγνωρίζουν το δικαίωμά του να κλάψει ή να εκφραστεί επειδή π.χ. χτύπησε, αντιθέτως, το εκπαιδεύει ώστε να απωθεί το συναίσθημά του, καθώς προσπαθούμε να του τραβήξουμε την σκέψη του από αυτό.

    Εκτός λοιπόν από το ότι ένα παιδί δεν βιώνει ενσυναίσθηση από πλευράς μας, επιπλέον αυξάνουμε σημαντικά τις πιθανότητες να μπλοκάρουμε και να διακόψουμε τις νευρωνικές συνάψεις που αναπτύσσονται εκείνη τη στιγμή στο παιδί ανάμεσα στην εμπειρία και το συναίσθημα.

   Πως λοιπόν πρέπει να αντιδρούμε όταν κλαίει το παιδί μας, για να το βοηθήσουμε και κυρίως για να συμβάλλουμε ώστε να μην εξελιχθεί σε έναν  αποφευκτικό ενήλικα στο μέλλον;

    Καταρχήν είναι σημαντικό με προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε το παιδί μας με ψυχραιμία μακριά από το σημείο όπου σημειώθηκε η ένταση/ σύγκρουση/ ατύχημα. Έπειτα, είναι βασικό να ονομάσουμε το συναίσθημα του παιδιού μας, να το λεκτικοποιήσουμε π.χ. λέγοντας «πω πω νιώθεις δυνατό πόνο ή πω πω πονάει αυτό ή νιώθεις μόνος που δεν σε παίζουν οι φίλοι σου κ.τ.λ.» ενώ ταυτόχρονα κοιτάμε το παιδί στα μάτια και το αγγίζουμε.

   Είναι σημαντικό τη στιγμή εκείνη να μιλάμε ψύχραιμα και ζεστά και να διατηρούμε στοιχεία σύνδεσης με το παιδί μας , δηλαδή βλεμματική επαφή, να είμαστε στο ίδιο επίπεδο μαζί του (π.χ. γονατίζουμε) και να έχουμε απτική επαφή μαζί του.

Τι πετυχαίνουμε με αυτό τον τρόπο;

Να συνδεθούμε με το παιδί μας!

Με πολύ απλά λόγια, όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι στοιχεία ενσυναίσθησης, που απορρέουν από το δεξί μας ημισφαίριο, όπου εδρεύουν τα συναισθήματα. Αυτή η αντίδρασή μας, βοηθά το παιδί να αισθανθεί πως η εμπειρία του αναγνωρίζεται ως σημαντική από εμάς, το συναίσθημα του είναι επίσης το ίδιο σημαντικό και έτσι, σιγά-σιγά, η κορτιζόλη, δηλαδή η ορμόνη του στρες μειώνεται στον εγκέφαλό του και αυτό ηρεμεί. Προοδευτικά, το παιδί μας  αισθάνεται καλύτερα και πλέον δύναται να κάνει  την οριζόντια σύνδεση του δεξιού με το αριστερό του ημισφαίριο, ξεκινώντας να μιλάει για αυτό που συνέβη. Όσο μιλάει για αυτό που βίωσε, δηλαδή εντάσσει στην «ιστορία της ζωής του» το γεγονός, η επώδυνη εμπειρία αποδυναμώνεται και το παιδί μας καταφέρνει να την αποδεχτεί και να την μεταβολίσει.

   Τέλος, όταν πλέον κατευναστούν τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού μας και νιώσει ηρεμία, μπορούμε πλέον σε ήρεμο κλίμα να ξεκινήσουμε μία συζήτηση βασισμένη σε λογικά επιχειρήματα, αναφέροντας κινδύνους και επιχειρήματα.

Ειρήνη Ρέρα,MSc Παιδοψυχολόγος – Dipl. Αθλητική Ψυχολόγος

Leave a reply